- τριτοπάτωρ
- -ορος, ο, ΝΑστον πληθ. οι τριτοπάτορεςμυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακόαρχ.ο προπάππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. μονο-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τριτοπάτωρ — great grandfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορα — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορας — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορες — Τριτοπάτωρ great grandfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek